αποστερητης

αποστερητης
    ἀποστερητής
    ἀπο-στερητής
    -οῦ ὅ похититель, вор Plat., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποστερητης" в других словарях:

  • αποστερητής — ἀποστερητής, ο (Α) 1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι 2. κλέφτης, άρπαγας …   Dictionary of Greek

  • ἀποστερητής — one who withholds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερηταί — ἀποστερητής one who withholds masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητοῦ — ἀποστερητής one who withholds masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητήν — ἀποστερητής one who withholds masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητῶν — ἀποστερητής one who withholds masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστερητάς — ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc acc pl ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίριος — οἴριος (Μ) (κατά τον Θεόγνωστο) «ἀποστερητής» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»